- αλευρόνη
- η Βοτ.εφεδρική αζωτούχα ύλη που απαντά στα σπέρματα τών φανερόγαμων φυτών, και ιδιαίτερα στο πρωτεϊνικό στρώμα που περιβάλλει το έμβρυο ή στις κοτυληδόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ελληνογενές < άλευρο(ν) + κατάλ. -όνη*, πρβλ. αγγλ. aleurone].
Dictionary of Greek. 2013.